- τυραννικώτατος
- τυραννικόςofmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοναρχώ — (ΑΜ μοναρχῶ, Α ιων. τ. μουναρχῶ, έω) [μόναρχος] ασκώ την εξουσία τού μονάρχη («ὃς ἂν τυραννικώτατος φύσει ὢν μοναρχήσῃ», Πλάτ.) αρχ. 1. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι σε κάτι 2. (στην Κω) κατέχω το αξίωμα τού μονάρχου … Dictionary of Greek
τυραννικός — ή, ό / τυραννικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύραννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν… … Dictionary of Greek